quartier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

quartier < quart

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaʁtje/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
quartier quartiers

quartier (fr) αρσενικό

  1. το ένα τέταρτο ενός όλου
  2. η συνοικία, η γειτονιά, (λαϊκότροπο) ο μαχαλάς