querelleur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
querelleur | querelleurs |
querelleur (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
querelleur | querelleurs |
querelleur (fr) αρσενικό