questioning

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

questioning (en)

  1. που χαρακτηρίζεται από ερωτήσεις, αμφιβολίες, αμφισβητήσεις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

questioning (en)

  1. η διαδικασία των ερωτήσεων, η ανάκριση μάρτυρα ή κατηγορούμενου
  2. η αμφισβήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

questioning (en)