qui tacet consentire videtur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- qui tacet consentire videtur < → δείτε τη λέξη qui, taceo
- consentire: απαρέμφ. του consentio (ότι συναινεί)
- videtur απρόσ. παθητική φωνή του ρ.video (νομίζεται, θεωρείται)
Φράση[επεξεργασία]
qui tacet consentire videtur