quibble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
quibble | quibbles |
quibble (en)
- η μικροδιαφωνία
Ρήμα[επεξεργασία]
quibble (en)
- τσακώνομαι γι' ασήμαντο ζήτημα