quintessencié
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | quintessencié | quintessenciés |
θηλυκό | quintessenciée | quintessenciées |
Επίθετο[επεξεργασία]
quintessencié (fr)
- (λόγιο) εξαιρετικά εκλεπτυσμένος, ραφινάτος