quite a few
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]- (ιδιωματισμός) αρκετός, κάμποσος, αρκετούτσικοι, αρκετούτσικες, αρκετούτσικα, πολλοί μα όχι σε υπερβολικό βαθμό
- ⮡ Quite a few people gathered at the event.
- Στην εκδήλωση μαζεύτηκε αρκετός κόσμος.
- ⮡ There were quite a few people in the room and it was hard to find a spot.
- Είχε κάμποσο κόσμο στην αίθουσα και δυσκολεύτηκα να βρω θέση.
- ⮡ Quite a few people gathered at the event.
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- χρησιμοποιείται μόνο με μετρήσιμα ουσιαστικά σε πληθυντικό αριθμό
- Με μη μετρήσιμα ουσιαστικά χρησιμοποιείται το quite a bit
- Με μη μετρήσιμα κι μετρήσιμα ουσιαστικά χρησιμοποιείται το quite a lot