quixotic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
ύστερος 18ος αιώνας: quixotic < Don Quixote + -ic
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kwɪkˈsɒtɪk/
Επίθετο[επεξεργασία]
quixotic
- δονκιχωτικός, φαντασμένος ιδεαλιστής, μη πραγματιστής