Μετάβαση στο περιεχόμενο

réducteur

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
réducteur réducteurs

réducteur (fr) αρσενικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό réducteur réducteurs
θηλυκό réductrice réductrices

réducteur (fr)