réduit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réduit | réduits |
θηλυκό | réduite | réduites |
réduit (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
réduit | réduits |
réduit (fr) αρσενικό
- η αποθήκη