Μετάβαση στο περιεχόμενο

réhabilitation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
réhabilitation réhabilitations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

réhabilitation (fr) θηλυκό

  1. η αποκατάσταση
  2. η ανάπλαση