réorganisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
réorganisation réorganisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

réorganisation (fr) θηλυκό