répandu
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- répandu < répandre
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | répandu | répandus |
θηλυκό | répandue | répandues |
répandu (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | répandu | répandus |
θηλυκό | répandue | répandues |
répandu (fr)