Μετάβαση στο περιεχόμενο

répartition

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
répartition répartitions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

répartition (fr) θηλυκό

  1. η διανομή
  2. η κατανομή
  3. ο καταμερισμός


Συγγενικά

[επεξεργασία]