réquisitorial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réquisitorial | réquisitoriaux |
θηλυκό | réquisitoriale | réquisitoriales |
Επίθετο[επεξεργασία]
réquisitorial (fr)
- σχετικός με το κατηγορητήριο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη réquisitionner