réseautage
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
réseautage | réseautages |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]réseautage (fr) αρσενικό
- η πράξη και το αποτέλεσμα του réseauter
ενικός | πληθυντικός |
réseautage | réseautages |
réseautage (fr) αρσενικό