Μετάβαση στο περιεχόμενο

réseautage

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
réseautage réseautages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

réseautage (fr) αρσενικό

  • η πράξη και το αποτέλεσμα του réseauter