réseauter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- réseauter < réseau
Ρήμα[επεξεργασία]
réseauter (fr)
- δικτυώνω, συνδέω οργανισμούς μέσω ενός δικτύου
- αναπτύσσω τις σχέσεις μου, ιδίως επαγγελματικές, μέσω ενός δικτύου (κυρίως του ίντερνετ)