réservoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
réservoir | réservoirs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]réservoir (fr) αρσενικό
- το ρεζερβουάρ, η δεξαμενή, η ταμιευτήρας
ενικός | πληθυντικός |
réservoir | réservoirs |
réservoir (fr) αρσενικό