résistance
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
résistance | résistances |
résistance (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
résistance | résistances |
résistance (fr) θηλυκό