résolu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- résolu < résoudre
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | résolu | résolus |
θηλυκό | résolue | résolues |
résolu (fr) αρσενικό
- αποφασιστικός, γεμάτος αποφασιστικότητα
- αποφασισμένος, το έχω πάρει απόφαση
- ανενδοίαστος