rétablissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rétablissement | rétablissements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rétablissement (fr) αρσενικό
- (ιατρική) η ανάρρωση
- η αποκατάσταση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη rétablir