Μετάβαση στο περιεχόμενο

rétrograde

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
rétrograde rétrogrades

Επίθετο

[επεξεργασία]

rétrograde (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]