réunion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
réunion | réunions |
réunion (fr) θηλυκό
- η ένωση
- la réunion de deux ensembles - η ένωση δύο συνόλων
- η συγκέντρωση
- je dois assister à une réunion - πρέπει να παραστώ σε μια συγκέντρωση