révision
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
révision | révisions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
révision (fr) θηλυκό
- η επανάληψη
- η αναθεώρηση
Δείτε επίσης : revisión |
ενικός | πληθυντικός |
révision | révisions |
révision (fr) θηλυκό