ród
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ród (pl) αρσενικό
- φυλή, γένος, σόι, οικογένεια
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- αναφέρεται συνήθως σε μεγάλη οικογένεια