rachat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rachat | rachats |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rachat (fr) αρσενικό
- η εξαγορά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη racheter
ενικός | πληθυντικός |
rachat | rachats |
rachat (fr) αρσενικό