raciste
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- raciste < racisme
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| raciste | racistes |
raciste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| raciste | racistes |
raciste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- o ρατσιστής, η ρατσίστρια