radar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

radar (en)

  1. ραντάρ

      ενικός         πληθυντικός  
radar radars

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

radar (fr) αρσενικό

  1. ραντάρ



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

radar (es) αρσενικό

  1. ραντάρ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

radar (it)

  1. ραντάρ



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

radar (pl) αρσενικό

  1. το ραντάρ

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

radar (cs) αρσενικό

  1. το ραντάρ

Συγγενικά

[επεξεργασία]