radiate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | radiate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | radiates |
αόριστος | radiated |
παθητική μετοχή | radiated |
ενεργητική μετοχή | radiating |
Ρήμα[επεξεργασία]
radiate (en)
- ακτινοβολώ
- ↪ I am radiating joy
- ακτινοβολώ χαρά
- ↪ it radiates heat
- ακτινοβολεί θερμότητα
- ↪ I am radiating joy
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη radius