radier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
radier (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
radier | radiers |
radier (fr) αρσενικό
- χτιστό υπόβαθρο ενός υδατοφράχτη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη écluse