raffermissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- raffermissement < raffermir
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
raffermissement | raffermissements |
raffermissement (fr) αρσενικό
- η σύσφιγξη