ragtag

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

  1. κουρελής, κυρελιασμένος
  2. ανοργάνωτος
  3. ετερόκλητος (αρχικά υπό την σημασία "ύφασμα από διάφορα κομμάτια υφάσματος")