railfan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
railfan | railfans |
railfan (en)
- που είναι λάτρης των τρένων, που έχει ως χόμπι την ενασχόληση με το σιδηρόδρομο· σιδηροδρομόφιλος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- gunzel (Αυστραλία)
- trainspotter
- railfan στην αγγλική Βικιπαίδεια