Μετάβαση στο περιεχόμενο

railing

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
railing < rail + -ing

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
railing railings

railing (en)

  • το κιγκλίδωμα, τα κάγκελα, φράγμα από μεταλλικά συνήθως κάγκελα· καθεμία από τις στενόμακρες, ξύλινες ή κυρίως μεταλλικές ράβδους, που τοποθετούνται κάθετα στη σειρά
      a balcony railing - κιγκλίδωμα μπαλκονιού
      Some bars are missing from the railing.
    Από το κιγκλίδωμα λείπουν μερικά κάγκελα.
      The garden railing/rails began to rust.
    Τα κάγκελα του κήπου άρχισαν να σκουριάζουν.
    συγκρίνετε με το rail

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

railing (en)