raising
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]raising (en)
- κουλτούρα, ανατροφή
- συγκέντρωση χρημάτων (συνήθως με εράνους)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]raising (en)
raising (en)
raising (en)