raiz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
raiz | raizes |
raiz (pt) θηλυκό
- η ρίζα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
raiz | raizes |
raiz (pt) θηλυκό