ramollir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ramollir (fr) (μεταβατικό)
- μαλακώνω
- être ramolli - τις έχω χάσει
- il est complètement ramolli
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Παθητική μετοχή[επεξεργασία]
- Χρησιμοποιείται συνήθως στην έκφραση un ramolli: ένα πρόσωπο που πάσχει από έκπτωση των νοητικών του λειτουργιών (βλέπε ελληνική ραμολί)