rançonneuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rançonneuse | rançonneuses |
rançonneuse (fr) θηλυκό
- θηλυκό του rançonneur
ενικός | πληθυντικός |
rançonneuse | rançonneuses |
rançonneuse (fr) θηλυκό