rancœur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
rancœur rancœurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rancœur (fr) θηλυκό