rancœur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rancœur | rancœurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rancœur (fr) θηλυκό
- η μνησικακία, η πίκρα, η πικρίλα
ενικός | πληθυντικός |
rancœur | rancœurs |
rancœur (fr) θηλυκό