rancœur
(Ανακατεύθυνση από rancoeur)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rancœur | rancœurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rancœur (fr) θηλυκό
- η μνησικακία, η πίκρα, η πικρίλα
ενικός | πληθυντικός |
rancœur | rancœurs |
rancœur (fr) θηλυκό