rano
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rano | ranoj |
αιτιατική | ranon | ranojn |
rano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rano | ranoj |
αιτιατική | ranon | ranojn |
rano (eo)