raquette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
raquette | raquettes |
raquette (fr) θηλυκό
- η ρακέτα
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
raquette | raquettes |
raquette (fr) θηλυκό