Μετάβαση στο περιεχόμενο

raquette

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: racquet

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
raquette raquettes

raquette (fr) θηλυκό