raspberry
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
raspberry | raspberries |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]raspberry (en)
- το σμέουρο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη berry
ενικός | πληθυντικός |
raspberry | raspberries |
raspberry (en)