Μετάβαση στο περιεχόμενο

raspberry

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
raspberry raspberries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

raspberry (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη berry