raté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | raté | ratés |
θηλυκό | ratée | ratées |
raté (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | raté | ratés |
θηλυκό | ratée | ratées |
raté (fr) αρσενικό
- κάτι το αποτυχημένο
- ασυνεχής θόρυβος ενός κινητήρα, που υποδηλώνει την κακή λειτουργία του
- (για ανθρώπους) αποτυχημένος