Μετάβαση στο περιεχόμενο

rating

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rating ratings

rating (en)

  1. (μετρήσιμο) η κατάταξη, η βαθμολογία, μια μέτρηση του πόσο καλός, δημοφιλής, σημαντικός κτλ. είναι κάποιος ή κάτι, ειδικά σε σχέση με άλλα άτομα ή πράγματα
      the rating of such-and-such a restaurant - η κατάταξη του τάδε εστιατορίου
      The movies which have the highest rating right now.
    Οι ταινίες που έχουν την υψηλότερη βαθμολογία αυτή τη στιγμή.
      Fitch downgraded Great Britain’s creditworthiness rating to “AA+” from “AAA”.
    Η Fitch υποβάθμισε την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Μ. Βρετανίας σε "ΑΑσυν" από "ΑΑΑ".
     συνώνυμα: ranking
  2. (μόνο στον πληθυντικό) η ακροαματικότητα
      Her show has high ratings.
    Το πρόγραμμά της έχει μεγάλη ακροαματικότητα.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

rating (en)