ration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ration (en)
- μερίδα (φαγητού, νερού κλπ)
Ρήμα[επεξεργασία]
ration (en)
- χωρίζω τα διαθέσιμα τρόφιμα σε μερίδες
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ration | rations |
ration (fr) θηλυκό
- τα τρόφιμα και το νερό που παίρνει ένας στρατιώτης στο στρατό
- μερίδα (φαγητού, νερού κλπ) που δίνεται σε κάποιον ή σε ένα ζώο κατά τη διάρκεια μιας μέρας
- ration alimentaire - η ποσότητα τροφίμων που είναι απαραίτητη σε έναν οργανισμό στη διάρκεια εικοσιτεσσάρων ωρών
- ration d'entretien - η ελάχιστη ποσότητα τροφίμων που είναι απαραίτητη σε έναν οργανισμό
- (μεταφορικά) (συνήθως ειρωνικά) ration de... - μια ποσότητα που κάποιος οφείλει να δώσει ή να λάβει