ratunku
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
ratunku (pl)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ratunku (pl)
- ratunek στη γενική (dopełniacz), τοπική (miejscownik) και κλητική (wołacz) του ενικού