reĝkuko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reĝkuko | reĝkukoj |
αιτιατική | reĝkukon | reĝkukojn |
reĝkuko (eo)
- βασιλόπιτα (γλυκό των βασιλιάδων)