reŝarĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα reŝarĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας reŝarĝas reŝarĝanta reŝarĝata
αόριστος reŝarĝis reŝarĝinta reŝarĝita
μέλλοντας reŝarĝos reŝarĝonta reŝarĝota
υποθετική reŝarĝus - -
προστακτική reŝarĝu - -

reŝarĝi (eo)