Μετάβαση στο περιεχόμενο

reach out

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας reach out
γ΄ ενικό ενεστώτα reaches out
αόριστος reached out
παθητική μετοχή reached out
ενεργητική μετοχή reaching out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
reach out <  δείτε τις λέξεις reach και out

reach out (en)