reach out
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | reach out |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | reaches out |
| αόριστος | reached out |
| παθητική μετοχή | reached out |
| ενεργητική μετοχή | reaching out |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]reach out (en)
- έρχομαι σε επαφή με κάποιον
How can I reach out to him?
- Πώς μπορώ να έλθω σ' επαφή μαζί του;
- ≈ συνώνυμα: contact, get hold of, get in touch και reach